-
1 εκ
(перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;
εκ συμφώνου по соглашению;εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро -
2 προστάτης
A one who stands before, front-rank man, f.l. for πρωτοστάτης in X.Cyr. 3.3.41, Eq.Mag.2.2,6:—but elsewh.,II leader, chief, esp. of a democracy,προστάτεω ἐπιλαβέσθαι Hdt.1.127
, 5.23;οἱ π. τοῦ δήμου Th.3.75
, 4.46,66; οἱ τῶν δήμων π. Id.3.82;ὁ π. Κλέων Ar.Ra. 569
, cf. Eq. 1128 (lyr.); ; [Σόλων] πρῶτος τοῦ δήμου π. Arist.Ath.2.2,al.2 generally, ruler, opp. ἀστοί, A.Supp. 963; ;Κνωσίων Arr.Epict.3.9.3
; (Epirus, iii B.C.); χώρας, χθονός, E.Heracl. 964, IA 373 (troch.); τῆς Ἑλλάδος προστάται, of the Spartans, X.HG 3.1.3, cf. Isoc.4.103, D.9.23; π. τοῦ ἐμπορίου, of Greeks in Egypt, Hdt. 2.178;τοῦ πολέμου X.Cyr.7.2.23
; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Id.HG5.1.36; τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας π. D.22.78; administrator,τῆς κεχωρισμένης προσόδου PTeb.81.19
(ii B.C.); [ τοῦ ἱεροῦ] OGI531.3 (Bithynia, iii A.D.); θεᾶς ib.209.4 (Philae, iii A.D.), cf. Ostr. 412, al. (i A.D.): metaph.,ἔρως π. τῶν ἀργῶν ἐπιθυμιῶν Pl.R. 572e
.3 president or presiding officer,π. τοῦ γυμνασίου CIG2881.16
([place name] Branchidae), cf. OGI130.16 (Egypt, ii B.C.), Supp.Epigr.4.598.37 (Teos, i B.C.), IG22.1368.13; π. συνεδρίου ib.9(2).205.33 (Aetolian League); προβούλων ib.9(1).694.116 (Corc.); [ γερουσίας] ib.7.2808 (Hyettus, iii B.C.); δαμιοργῶν ib.5(1).1425.16 ([place name] Messene); [ βουλᾶς] ib.14.256.5 ([place name] Phintias);τῆς μέσης Ἀκαδημίας S.E.P.1.232
: freq. in pl., = πρυτάνεις, SIG194.15 (Amphipolis, iv B.C.), etc.; γνώμα προστατᾶν ib.187.1 (Cnidus, iv B.C.), cf. IG12(8).264.13 (Thasos, iv B.C.).III one who stands before and protects, guardian, champion, , cf. 798; ; [ τῆς ποιητικῆς] Id.R. 607d;τῆς πάντων ἐλευθερίας D.15.30
, etc.; epith. of gods, as Apollo, S.Tr. 209 (lyr.), IPE12.89 (ii A.D.).2 at Athens, etc., patron who took charge of the interests of μέτοικοι, etc.: hence ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν live under protection of a patron, Lys.31.9, 14, Lycurg.145; προστάτην ἐπιγράφειν τινά choose as one's patron, Luc. Peregr.11; ; , cf. S.OT 882 (lyr.); νέμειν π. Arist.Pol. 1275a13; also γράφεσθαι προστάτου to be entered by one's patron's name, be attached to a patron, .3 = Lat. patronus, Plu.Rom.13, Mar.5, IG3.687, 14.1078 (Rome, iii A.D.), OGI549.6 (Ancyra, iii A.D.), etc.IV θεοῦ π. one who stands before a god to entreat him, suppliant, S.OC 1278, cf. 1171.V Medic., prostate gland, Herophil. ap. Gal.UP14.11 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστάτης
-
3 прекращение
η παύση, η κατάπαυση, το σταμάτημα- подачи (воды энергии) η διακοπή παροχής (του νερού, της ενέργειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прекращение
-
4 купеческий
επ.εμπορικός, του έμπορα ή του εμπορίου•купеческий капитал εμπορικό κεφάλαιο•
-ое сословие το κοινωνικό στρώμα των εμπόρων•
-ие привычки εμπορικές συνήθειες.
-
5 торгашество
-а ουδ.1. εμπόριο•мелкое το μικρεμπόριο.
2. το κυνήγημα του εμπορίου, του εμπορικού κέρδους• το παζάρεμα. -
6 νομοθετέω
Aνενομοθέτηκα Alex.126.13
:—frame laws, Lys.15.9, Pl.R. 534d, etc.;Λακεδαιμονίοις X.Ap.15
;ταῖς μοναρχίαις Isoc.2.8
;περί τινος Id.11.40
;περί τινων Arist.Pol. 1294a37
;ὑπὲρ ὅλου τοῦ ἐμπορίου D.56.48
:—[voice] Med., frame laws for oneself, Pl.R. 398b, Tht. 177e, etc.:—[voice] Pass., of a state, to be furnished with laws, have a code of laws, Id.Lg. 701d, 962e, cf.Ep.Hebr.7.11.II ordain by law, τι Pl.Lg. 628d, R. 417b;ἐναντία τῷ ὅρκῳ τοῦ δήμου ν. And.4.3
: c. inf., enact,τῶν ζῴων ἐστὶν ἃ σέβεσθαι ἐνομοθέτησε Isoc.11.26
, cf. POxy.1119.16 (iii A.D.): —in [voice] Med., Pl.Lg. 736c:—[voice] Pass., to be ordained by law, Ep.Hebr.8.6; (Aegina, ii B.C.), cf. Luc.Pr.Im.18: impers., περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται it has been so ordained by law, Hdt.2.41;ν. καλὸν [εἶναι] τὸ χαρίζεσθαι Pl.Smp. 182b
;ἦν νενομοθετημένον Arist.Pol. 1319a11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομοθετέω
-
7 ἐμ-πόριος
ἐμ-πόριος, α, ον, zum Handel gehörig, Suid.; ἐμπορία γῆ, Handelsland, Arr. Ind. 41, l. d. Gew. ἐμπόριον, τό, Handelsplatz, bes. von Stapelplätzen für den großen Seehandel, Her. 2, 179 Thuc. 1, 100 u. A.; oft neben λιμήν, Xen. Hell. 5, 2, 16 u. A.; τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Dem. 34, 36 Din. 1, 96 ist der Packhof am Meere, der Stapelplatz für die Waare, worauf sich die 10 durchs Loos ernannten ἐπιμεληταὶ τοῠ ἐμπορίου, Vorsteher dieses Platzes beziehen, die zugleich dafür sorgen mußten, daß Zweidrittel von dem eingeführten Getreide in die Stadt gebracht wurde; Dem. 58, 9; vgl. Böckh Staatsh. I S. 52. 89; τὰ ἐμπόρια κεκλεῖσϑαι Lys. 22, 14, wie Dem. 2, 16; Ggstz τἀμπόρια ἀνεῳγμένα παρέχειν Ar. Av. 1523; vgl. D. Sic. 1, 67. – Später auch von Handelsplätzen im Binnenlande, Dion. Hal. 7, 20.
-
8 εμποριον
-
9 επιμελητης
- οῦ ὅ1) попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава(τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὴ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.)
ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. — распорядитель мистерий;ἐ. τῶν νεωρίων Dem. — начальник верфи;ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. — главный казначей;ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. — смотритель рынка;ἐ. ἵππων Plat. — ухаживающий за лошадьми, конюх;ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb. — начальник арьергарда2) наместник, управитель(τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.)
-
10 парафин
η παραφίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > парафин
-
11 развитие
1. (усиление, укрепление, увеличение) η ανάπτυξ/ηэмбриональное - мед. εμβριακή -эмбриональное биол. - εμβριακή -2. (процесс перехода из одного состояния в другое, более совершенное) η εξέλιξη, η πρόοδος 3. (степень чего-л.) η εξέλιξη, το επίπεδοобщественное - κοινωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развитие
-
12 свинец
хим. (РЬ) о μόλυβδ/ος, το μολύβιгубчатый - σπογγώδης -, πορώδης -чушковый - σε χελώνες/ρά-βδουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свинец
-
13 стимулирование
(поддержка, поощрение) η προώθηση, η ενίσχυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стимулирование
-
14 финансирование
η χρηματοδότησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > финансирование
-
15 μαρασμός
ο1) увядание, одряхление; 2) слабость, упадок сил; немощность; 3) перен. упадок;μαρασμός του εμπορίου — упадок торговли;
4) мед. маразм -
16 коммерческий
επ.εμπορικός, του εμπορίου•-ое предприятие εμπορική επιχείρηση.
εκφρ.коммерческий банк – εμπορική τράπεζα•- ое училище – μέση εμπορική σχολή. -
17 отпускной
επ.1. της άδειας•-бе время ο χρόνος της άδειας•
-ые деньги τα χρήματα της άδειας•
-бе свидетельство το φύλλο άδειας.
2. ουσ. πλθ. -ые τα χρήματα της άδειας.3. παλ. αδειούχος.4. (για τιμές) του εμπορίου της παραγωγής•-йе цены на товары εργοστασιακές τιμές εμπορευμάτων.
-
18 рациональный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. ορθολογιστικός.2. ορθολογικός•-ое использование рабочей силы ορθολογική χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης•
-ая организация торговли ορθολογική οργάνωση του εμπορίου.
3. (μαθ.) -ое число αλγεβρικός αριθμός. -
19 μεταποιέω
A alter the make of a thing, remodel,νόμους D.18.121
;πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26
;εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29
, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον re-compose the verse, Sol.20.3:—[voice] Pass., -ποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18
.II [voice] Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; ; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποιέω
-
20 ἐμπόριος
ἐμ-πόριος, α, ον, zum Handel gehörig; ἐμπορία γῆ, Handelsland. Gew. ἐμπόριον, τό, Handelsplatz, bes. von Stapelplätzen für den großen Seehandel; τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον, ist der Packhof am Meere, der Stapelplatz für die Ware, worauf sich die 10 durchs Los ernannten ἐπιμεληταὶ τοῠ ἐμπορίου, Vorsteher dieses Platzes beziehen, die zugleich dafür sorgen mußten, daß Zweidrittel von dem eingeführten Getreide in die Stadt gebracht wurde. Später auch von Handelsplätzen im Binnenlande
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Χάινιτς, Φρίντριχ - Άντον βαρόνος του- — (Heinitz, 1725 – 1802). Γερμανός μεταλλειολόγος και οικονομολόγος. Σπούδασε στη Δρέσδη και στο Φρίμπουργκ και μετά το τέλος των σπουδών του αρχικά εργάστηκε σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1763 διορίστηκε γενικός διευθυντής των μεταλλουργικών… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek